πυκνόδους

πυκνόδους
-οντος, ο, ΝΑ
νεοελλ.
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος ιχθύων που λείψανα τους ανακαλύφθηκαν σε θαλάσσιες αποθέσεις τού ιουρασικού και αποτελούν τυπική μορφή τών πυκνοδόντων οι οποίοι χαρακτηρίζονταν από πλευρικά πεπλατυσμένο σώμα και κυκλικό περίγραμμα
αρχ.
αυτός που έχει πυκνά δόντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀδούς «δόντι». Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pycnodonta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυκνοδοντίμορφοι — οι, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένη τάξη ιχθύων που ανήκει στην ομάδα τών ακτινοπτερυγίων και περιλαμβάνει το γένος πυκνόδους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pycnodontiformes (< πυκνόδους + forme «μορφή»)] …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”